-
1 господствовать
-ствуго, ствуешь, ρ.δ.1. κυριαρχώ, άρχω, εξουσιάζω, δεσπόζω•господствовать на море κυριαρχώ στη θάλασσα.
|| υπερέχω, υπερτερώ, υπερισχύω, επικρατώ•здесь -ют юго-восточные ветры εδώ επικρατούν νοτιοανατολικοί άνεμοι..
2. δεσπόζω, είμαι ψηλότερος•